Ξενάγηση στη Δράμα
Ευκολία Πρόσβασης:
Διάρκεια: Προσαρμοσμένη
Ηλικίες: 5+
Ξενάγηση
Η γνωριμία με την πόλη της Δράμας ξεκινά από το μουσείο και μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής παίρνουμε μια πρώτη εικόνα για την ιστορία αυτής της πόλης. Στη συνέχεια περπατούμε στο σύγχρονο κέντρο και την σημερινή αγορά για να αναζητήσουμε δρόμους και κτίρια από το βυζαντινό και το οθωμανικό παρελθόν της πόλης καθώς και όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που στις αρχές του αιώνα την έκαναν μια πλούσια πόλη του καπνού. Τείχη, χάνια, καφενεία, εκκλησίες που μετατράπηκαν σε μουσουλμανικά τεμένη αλλά και τεμένη που μετατράπηκαν σε εκκλησίες είναι κάποια από τα αξιοθέατα που θα συναντήσουμε. Συγχρόνως μέσα από τις γεύσεις και τα αρώματα παντοπωλείων και εστιατορίων θα έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε τις διαφορετικές καταγωγές των σημερινών Δραμινών και τις συνήθειές τους. Η περιήγηση καταλήγει στο μεγαλύτερο πάρκο της πόλης , στις Πηγές της Αγίας Βαρβάρας.
Ιστορική αναφορά
Η Δράμα βρίσκεται στα βόρεια όρια της μεγάλης πεδιάδας που σχηματίζεται ανάμεσα στο Παγγαίο και στο Φαλακρό. Στη περιοχή υπάρχουν αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα, εκ των οποίων αρχαιότερος νεολιθικός οικισμός είναι ο προϊστορικός οικισμός των Σιταγρών. Τα αρχαιότερα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή της σημερινής πόλης της Δράμας εμφανίζονται στο λόφο της περιοχής «Αρκαδικός», όπου τοποθετείται ένας από τούς σημαντικούς νεολιθικούς οικισμούς της πεδιάδας της Δράμας. Μέσα στην πόλη της Δράμας, και στην περιοχή των εργατικών κατοικιών η ανασκαφική έρευνα, έφερε στο φως ένα νεολιθικό χωριό, τον αρχαιότερο μόνιμο προϊστορικό οικισμό της Δράμας. Η ύπαρξη οικισμού ελληνιστικών χρόνων στη Δράμα βεβαιώθηκε στα 1978 από την ανεύρεση ενός τάφου μακεδονικού τύπου στην οδό Τροίας που χρονολογείται στο 2ο π. Χ. αιώνα.
Οι Ρωμαίοι, στο σχέδιο της κοσμοκρατορίας τους έβλεπαν την Μακεδονία εμπόδιο στους κατακτητικούς τους σκοπούς, έτσι καιροσκοπούσαν επιζητώντας την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθούν και να την υποτάξουν. Στη Δράμα τότε υπήρχε σταθμός μεταξύ Φιλίππων και Ηράκλειας, επί της Εγνατίας οδού, η ρωμαϊκή οδός «Via Egnatia», συνέδεε τη Ρώμη με την Κωνσταντινούπολη. Η πόλη της Δράμας απετέλεσε «κώμη» (vicus) της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων και δέχτηκε την επίδραση του ρωμαϊκού πολιτισμού. Από τις επιγραφές που βρέθηκαν κατά καιρούς στην πόλη προκύπτει η πρώιμη ανάμειξη του τοπικού θρακικού πληθυσμού με τον ελληνικό.
Η κυριαρχία των Φράγκων στη περιοχή κράτησε μόνο 17 χρόνια, από το 1206 μέχρι το 1223, όταν την κατέλυσε ο ηγεμόνας του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το 1230 την κατέλαβε ο Τσάρος της Βουλγαρίας και το 1245 επανήλθε στους Βυζαντινούς και παρέμεινε βυζαντινή ως το χρόνο κατάληψής της από τους Σέρβους (1344 – 45), γνωρίζοντας στο μεταξύ διάστημα την καταστροφική μανία των εμφυλίων πολέμων.
Η Δράμα υποτάχθηκε στους Τούρκους το 1373 ή το 1384. Το 1825 ο Ελληνικός πληθυσμός της Δράμας αραιώνει πολύ. Έτσι η Μητρόπολη μεταφέρθηκε στην Αλιστράτη, όπου το τουρκικό στοιχείο ήταν ελάχιστο έναντι του Ελληνικού. Ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σημαντικά στα τελευταία σαράντα χρόνια της Τουρκοκρατίας (1870 – 1910) σε σύγκριση με τα προηγούμενα σαράντα χρόνια (1830 – 1870). Το 1840 τα σχολεία της πόλης λειτουργούσαν στο νάρθηκα της εκκλησίας. Αργότερα δημιουργήθηκε η λεγομένη «Σχολή», όπου στεγάστηκαν το σχολείο και το παρθεναγωγείο. Η «Σχολή» αυτή διατηρήθηκε ως το 1881. Η ειρηνική περίοδος των Ελλήνων της Δράμας δεν διήρκησε πολύ λόγω των βαλκανικών πολέμων. Στις 23.10.1912 η Δράμα κατακτήθηκε από τον βουλγαρικό στρατό. Την 1-7-1913, η 7η Μεραρχία του ελληνικού στρατού ελευθέρωσε τη Δράμα, η οποία μετά από 540 χρόνια δουλείας ζει ελεύθερη. Έπειτα μια νέα βουλγαρική κατοχή (1916 – 1918) έκανε εμφάνιση κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Τον Σεπτέμβριο του 1918 απελευθερώνεται η Δράμα και γίνεται πρωτεύουσα της Ανατολικής Μακεδονίας και έδρα Γενικής Διοικήσεως Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης.
Βυζαντινά Τείχη
Στη Δράμα δεν υπάρχει κάστρο, υπάρχουν όμως υπολείμματα από τα Βυζαντινά τείχη της πόλης όπου διασώζονται αρκετά τμήματα στη βόρεια συνοικία της πόλης, γύρω από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Προς το τέλος των κλασικών ή στις αρχές της ελληνιστικών χρόνων (τέλη 4ου ή αρχές 3ου αιώνα π.Χ.) στη θέση της Δράμας δημιουργήθηκε πολίχνη, οι κάτοικοι της οποίας καλλιεργούσαν την άμπελο και λάτρευαν τον θεό Διόνυσο, σε ιδιαίτερο ιερό. Η πολίχνη παρέμεινε δραστήρια και κατά τους ρωμαϊκούς και τους βυζαντινούς χρόνους. Σε όλη την υστεροβυζαντινή περίοδο ( αρχές 130υ μ.Χ. αι. – 1453) η Δράμα αλλάζει συνεχώς κυρίαρχους, όπως όλες οι βυζαντινές επαρχίες. Μετά την κατάληψη της Δράμας από τους Οθωμανούς το 1383 η πόλη εξακολουθεί να αποτελεί ένα μικρό κάστρο στην επικράτεια του σουλτάνου, αποκομμένο τόσο από την Πόλη, μέχρι την Άλωση του 1453 όσο και από τη Θεσσαλονίκη, μέχρι την κατάληψή της το 1430. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς κτίστηκαν τα τείχη, αλλά λογικά η κατασκευή θα πρέπει να ήταν το αποτέλεσμα πολλαπλών επεμβάσεων από την αρχαιότητα μέχρι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Φαίνεται πως τα σωζόμενα τείχη της Δράμας είναι εξ ολοκλήρου Βυζαντινής προέλευσης. Δεν υπάρχουν ενδείξεις της Ρωμαϊκής οχύρωσης, ενώ φαίνεται πως και κατά την Τουρκοκρατία δεν υπήρξαν σοβαρές παρεμβάσεις.
Αλευρόμυλοι
Οι αλευρόμυλοι της Δράμας, μέχρι την απελευθέρωση της πόλης από τον τουρκικό ζυγό ανήκαν σε Τούρκους και εξυπηρετούσαν τους κατοίκους της και εκείνους των γειτονικών χωριών. Οι αλευρόμυλοι κινούνταν με νερό, γι’ αυτό και ονομάζονταν νερόμυλοι ή υδρόμυλοι. Άλεθαν όλα τα είδη των δημητριακών, δηλαδή σιτάρι, καλαμπόκι, σίκαλη, και μερικοί από αυτούς διέθεταν και πέτρα για την άλεση σησαμιού και την παραγωγή σαμόλαδου. Για την άλεση αυτών των δημητριακών χρησιμοποιούσαν ζευγάρια από οριζόντιες κυκλικές πέτρες, τη μια πάνω στην άλλη, τις γνωστές μυλόπετρες, και κόσκινα, τα λεγόμενα μπουράτα. Μετά το 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών πολλοί από τους υδρόμυλους περιήλθαν στην Δ.Α.Π. από την οποία τους αγόρασαν διάφοροι Έλληνες, ενώ άλλοι αγοράστηκαν απ’ ευθείας από τους Τούρκους ιδιοκτήτες. Ήταν κτισμένοι συνήθως κοντά σε τρεχούμενα νερά, και επειδή η Δράμα με τις πολλές πηγές είχε αφθονία τέτοιων νερών, λειτούργησαν αρκετοί υδρόμυλοι. Σήμερα υπάρχουν στη Δράμα μόνο τρεις υδρόμυλοι, οι οποίοι βρίσκονται στην περιοχή των Πηγών της Αγίας Βαρβάρας. Ανατολικά ο μύλος του Παντούλη, απέναντί του ο μύλος του Δημηρόπουλου και τελευταίος δυτικότερα ο μύλος του Ζώνκε.
Οδός Βενιζέλου
Η οδός Βενιζέλου ήταν ο δρόμος της βόλτας στις δεκαετίες του 1950 και 60 αλλά και ο πλέον εμπορικός δρόμος με τις βιτρίνες που προκαλούσαν τα βλέμματα του κόσμου. Οι καιροί άλλαξαν και τα «τουρκόσπιτα» έχουν μετατραπεί σε εναλλακτικά μπαράκια, παραδοσιακά ταβερνάκια ενώ κάποια μαγαζιά υπάρχουν ακόμα εκεί. Οι παλιές εκκλησίες και τα τείχη της πόλης παραμένουν αγέρωχα στο χρόνο. Τους θερινούς μήνες η οδός Βενιζέλου ¨παίρνει ζωή¨, καθώς πλήθος κόσμου βολτάρει στα στενά της.
Ιστορία Καπνού
Κατά τη διάρκεια της εικοσαετίας 1840 – 1860 η καλλιέργεια του καπνού είχε επεκταθεί τόσο πολύ, ώστε η εξαγωγική ποσότητά του ήταν πάρα πολύ σημαντική. Από τη συνολική έκταση της καλλιεργήσιμης γης της Δράμας, τα 80000 στρέμματα δηλαδή, σχεδόν το 1/7, αφιερωνόταν αποκλειστικά στην καλλιέργεια του καπνού. Το εμπόριο του καπνού που αποτελούσε το κύριο προϊόν παραγωγής και καλλιέργειας στην περιοχή της Δράμας, παρουσίασε μια σταθερή αύξηση από το 1860 και μετά. Το 1874 χτίστηκε το πρώτο καπνομάγαζο στην περιοχή των πηγών από τον Ι. Αναστασιάδη, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, γύρω στα 1880 ανοικοδομούνται οι καπναποθήκες του γαλλικού μονοπωλίου καπνού. Οι καπναποθήκες αποτελούν ακόμη και σήμερα το ασφαλέστερο σημάδι της οικονομικής προόδου και ευημερίας της πόλης στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου.
Τα πολυώροφα κτίσματα των καπναποθηκών, που διασώζονται σήμερα, αποτελούν μεγάλα συμπαγή οικοδομήματα, από πέτρα και τούβλο με σιδερένιες πόρτες και συνήθως με βαθιά υπόγεια και μεγάλους χώρους αποθήκευσης στις σοφίτες. Εκτός από το λειτουργικό προορισμό τους, τα «καπνομάγαζα», όπως συχνά αποκαλούνται, τόνιζαν την οικονομική δύναμη του ιδιοκτήτη τους. Σήμερα σώζονται και κρίθηκαν διατηρητέα μνημεία πέντε καπναποθήκες. Όλες βρίσκονται στην περιοχή των Πηγών της Αγίας Βαρβάρας, και είναι οι εξής:
Α) Καπναποθήκη Αναστασιάδη (όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Φωτογραφίας και Φωτογραφικών Μηχανών, μοναδικό στο είδος του σε όλη τη χώρα)
Β) Καπναποθήκη Αθανασοπούλου
Γ) Καπναποθήκη Πορτοκάλογλου ή Σ.Ε.Κ.Ε.
Δ) Καπναποθήκη Πρωτόπαπα (πρώην Μιχαηλίδη)
Ε) Καπναποθήκη Σπήρερ (που σήμερα λειτουργεί ως ξενοδοχείο με ονομασία «Hydrama Grand Hotel»).